- σάκελλος
- σάκελλος [ᾰ], ὁ,= foreg., σάκελλοι διὰ πιτύρων branA poultices, Aët. 8.76.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάκελλος — ὁ, Α μικρός σάκος («σάκελλοι διὰ πιτύρων» μικρές θήκες γεμάτες με βρασμένα πίτυρα τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως κατάπλασμα, Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος»] … Dictionary of Greek
σακέλλων — σάκελλος poultices masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάκελλοι — σάκελλος poultices masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)